- συλλάβισμα
- το, Νσυλλαβισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συλλαβισμός — συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το 1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές. 2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)